- φηρία
- φηρία, [dialect] Aeol. for θηρία, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φηρία — Α [φήρ, φηρός] (αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «θηρία» … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
φηρεατικώς — Α επίρρ. σαν να έχει κανείς φήρεα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φήρεα, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *φηρεατικός. Οι κώδικες, ωστόσο, παραδίδουν γρφ. φηρία κτητικῶς] … Dictionary of Greek